πεφυζότες
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
Ep. pf. part. for πεφευγότες, cf. φύζα.
French (Bailly abrégé)
part. pl. pf. Act. épq. de φεύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεφυζότες ep. ptc. perf. act. nom. m. plur. van φεύγω.
Russian (Dvoretsky)
πεφυζότες: эп. part. pf. pl. к φεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
πεφυζότες: μετοχ. Ἐπικ. πρκμ. ἀντὶ πεφευγότες, πρβλ. φύζα.
English (Autenrieth)
see φεύγω.
Greek Monotonic
πεφυζότες: Επικ. αντί πεφευγότες, μτχ. παρακ. πληθ. του φεύγω.