πολυαρχία

Revision as of 23:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

ἡ, command or government shared by many, τὸ πλῆθος τῶν στρατηγῶν καὶ ἡ π. Th.6.72, cf. X.An.6.1.18, J.AJ4.8.41, Plu. Cam.18, etc.

German (Pape)

[Seite 659] ἡ, Vielherrschaft; Thuc. 6, 72; Xen. An. 5, 9, 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gouvernement de plusieurs ou de beaucoup (p. opp. à ὀλιγαρχία), polyarchie.
Étymologie: πολύς, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυαρχία -ας, ἡ [πολύαρχος] veelhoofdig gezag.

Russian (Dvoretsky)

πολυαρχία:полиархия, многовластие Thuc., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαρχία: ἡ, ἀρχή, κυβέρνησις καθ᾿ ἣν πολλοὶ ἄρχουσι, Θουκ. 6. 72, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 18, Πλούτ. κλπ.· ― πολυαρχέομαι, ἄρχομαι, κυβερνῶμαι ὑπὸ πολλῶν, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 10Β.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύαρχος
καθεστώς στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολλά πρόσωπα
νεοελλ.
1. εξουσία που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενότητας
2. (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος αποτελείται από πολλά αυτοτελή στοιχεία, πλουραλισμός.

Greek Monotonic

πολυαρχία: ἡ, διακυβέρνηση των πόλλων, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

πολυ-αρχία, ἡ,
the government of many, Thuc., Xen.