τραπεζοκόμος

From LSJ
Revision as of 16:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζοκόμος Medium diacritics: τραπεζοκόμος Low diacritics: τραπεζοκόμος Capitals: ΤΡΑΠΕΖΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: trapezokómos Transliteration B: trapezokomos Transliteration C: trapezokomos Beta Code: trapezoko/mos

English (LSJ)

ὁ, one who sets out a table or who waits at table, Longin.43.4, Plu.2.616a, D.L.9.80, etc.; = Lat. structor, Juba 84.

German (Pape)

[Seite 1134] den Tisch besorgend, deckend, bei Tische aufwartend; Diog. L. 9, 80; Plut. Symp. 1, 2, 2; Ath. IV, 170 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé de l'entretien de la table.
Étymologie: τράπεζα, κομέω.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζοκόμος:прислуживающий за столом, подавальщик, кравчий Plut., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοκόμος: ὁ, ὁ στρώνων τὴν τράπεζαν ἢ ὑπηρετῶν παρὰ τὴν τράπεζαν, κοινῶς «τραπεζιέρης», Θεόπομπ. παρὰ Λογγίνῳ 43. 4, Διογ. Λ. 9. 80, Πλούτ. 2. 616Α, κλπ., πρβλ. Ἀθήν. 710Ε.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ, τ. θηλ. και τραπεζοκόμα Ν
αυτός που φροντίζει για την εξυπηρέτηση τών συνδαιτυμόνων στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο-κόμος].