ἀποτίβατος
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
ον, Dor. and poet. for ἀπρόσβατος, S.Tr.1030 (lyr.).
Spanish (DGE)
v. ἀπρόσβατος.
German (Pape)
[Seite 330] dor. p. für ἀπρόσβατος, Soph. Trach. 1024, ἁγρία νόσος, Schol. ἁπροσπέλαστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor. c. ἀπρόσβατος;
inabordable ; terrible.
Étymologie: ἀ, προσβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτίβᾰτος: дор. Soph. = ἀπρόσβατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτίβᾰτος: -ον, Δωρ. καὶ ποιητ. ἀντὶ ἀπρόσβατος, Σοφ. Τρ. 1030.
Greek Monotonic
ἀποτίβᾰτος: Δωρ. αντί ἀ-πρόσβατος, σε Σοφ.