fleece
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Ar. and P. κώδιον, τό, Ar. and V. πόκος, ὁ.
wool: Ar. and P. ἔριον, τό (or pl.). V. μαλλός, ὁ, λῆνος, τό.
skin: P. and V. δέρμα, τό, δορά, ἡ (Plato), V. δέρος, τό, δέρας, τό.
Met., be fleeced, cheated: Ar. πεκτεῖσθαι, πτερορρυεῖν, τίλλεσθαι.