ἐΰσσελμος
From LSJ
English (LSJ)
ἐΰσσωτρος, Ep. for εὔσελμος, εὔσωτρος.
French (Bailly abrégé)
épq. c. εὔσελμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐΰσσελμος: Hom. = εὔσελμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐΰσσελμος: ἐΰσσωτρος, Ἐπικ. ἀντὶ εὔσελμος, εὔσωτρος.
Greek Monolingual
ἐΰσσελμος, -ον (Α)
βλ. εύσελμος.
Greek Monotonic
ἐΰσσελμος: ἐΰσ-σωτρος, Επικ. αντί εὔ-σελμος, εὔ-σωτρος.