ἐκδιαβαίνω

Revision as of 19:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

pass quite over, τάφρον Il.10.198.

Spanish (DGE)

saltar sobre, franquear τάφρον Il.10.198.

German (Pape)

[Seite 757] (s. βαίνω), ganz hindurch u. herausgehen, τάφρον Il. 10, 198.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἐκδιαβάντες;
franchir.
Étymologie: ἐκ, διαβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδιαβαίνω: переходить, переступать (τάφρον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιαβαίνω: διαβαίνω, μετ’ αἰτ., τάφρον δ’ ἐκδιαβάντες, «διὰ τῶν προθέσεων δηλοῖ τὸ δύσβατον τοῦ ὀρύγματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 198.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἐκδιαβάντες: pass quite over, Il. 10.198†.

Greek Monolingual

ἐκδιαβαίνω (Α)
διαβαίνω από δύσκολο πέρασμα.

Greek Monotonic

ἐκδιαβαίνω: αόρ. βʹ -δεξέβην, διαβαίνω, περνώ εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

aor2 -διεξέβην
to pass quite over, c. acc., Il.