ἔρχαται
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ἔρχᾰτο, Ion. pf. and plpf. Pass. of ἔργω.
German (Pape)
[Seite 1038] u. ἔρχατο, 3. Pers. plur. perf. u. plusqpf. zu εἴργω, ἔργω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. de εἵργω.
Russian (Dvoretsky)
ἔρχᾰται: эп. 3 л. pl. pf. к εἴργω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρχᾰται: ἔρχᾰτο, Ἰων παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσ. τοῦ ἔργω.
English (Autenrieth)
see ἔργω.
Greek Monotonic
ἔρχᾰται: ἔρχᾰτο, Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ἔργω.