ἤμων
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
v. ἀμάω (A).
French (Bailly abrégé)
impf. de ἀμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἤμων: impf. к ἀμάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἤμων: ἴδε ἐν λ. ἀμάω.
Greek Monolingual
ἥμων, ο (Α)
στον πληθ. οἱ ἥμονες
ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ (του ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. του ἵημι) + -μων].
Greek Monotonic
ἤμων: παρατ. του ἀμάω.