ἡδυφωνία

From LSJ
Revision as of 20:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠφωνία Medium diacritics: ἡδυφωνία Low diacritics: ηδυφωνία Capitals: ΗΔΥΦΩΝΙΑ
Transliteration A: hēdyphōnía Transliteration B: hēdyphōnia Transliteration C: idyfonia Beta Code: h(dufwni/a

English (LSJ)

ἡ, sweetness of sound, Babr.9.3, Alciphr.3.12, etc.

German (Pape)

[Seite 1155] ἡ, angenehme Stimme, Babr. 9, 3 u. VLL.; σύριγγος, Alciphr. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
voix ou son agréable.
Étymologie: ἡδύφωνος.

Russian (Dvoretsky)

ἡδυφωνία:приятный голос, сладкозвучность Babr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυφωνία: ἡ, ἡδύτης φωνῆς ἢ ἤχου, Βάβρ. 9. 3· σύριγγος Ἀλκίφρων 3. 12, κτλ.

Greek Monolingual

ἡδυφωνία, ἡ (AM) ηδύφωνος
η γλυκύτητα της φωνής ή του ήχου («ἡδυφωνία Σειρήνων», Φώτ.).

Greek Monotonic

ἡδυφωνία: ἡ, γλυκύτητα φωνής ή ήχου, σε Βάβρ.

Middle Liddell

ἡδυφωνία, ἡ,
sweetness of voice or sound, Babr. [from ἡδύφωνος