ῥιζοβόλος

From LSJ
Revision as of 16:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοβόλος Medium diacritics: ῥιζοβόλος Low diacritics: ριζοβόλος Capitals: ΡΙΖΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: rhizobólos Transliteration B: rhizobolos Transliteration C: rizovolos Beta Code: r(izobo/los

English (LSJ)

ον, striking root, Nic.Th.69.

German (Pape)

[Seite 842] Wurzel werfend, d. i. Wurzel schlagend, Nic. Th. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]qui pousse des racines.
Étymologie: ῥίζα, βάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοβόλος: -ον, ὁ σχηματίζων ῥίζας, ῥιζοβολῶν, Νικ. Θ. 69 - ῥιζοβολέω, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιάνω ῥίζαν», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 57, Ἀνθ. Π. 11. 246· - ῥιζοβόλησις, εως, ἡ, τὸ ῥιζοβολεῖν, Βυζ.

Greek Monolingual

ο / ῥιζοβόλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το φυτό καρυόκαρο(ν)
αρχ.
αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο-βόλος)].

Greek Monotonic

ῥιζοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει.

Middle Liddell

ῥιζο-βόλος, ον, βάλλω
striking root.