προμηθία
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. προμήθεια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμηθία -ας, ἡ Ion. προμηθίη zie προμήθεια.
Russian (Dvoretsky)
προμηθία: ион. Aesch., Eur. προμηθίη ἡ = προμήθεια.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. προμήθεια.
Greek Monotonic
προμηθία: -ίη, βλ. προμήθεια.
Greek (Liddell-Scott)
προμηθία: -ίη, ἴδε προμήθεια.