διεσπασμένως
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
Adv.
A intermittently, δ. πνεῖν (al. διεσπαρμένως) Hp. Epid.1.1, 3.2; in a disjointed manner, Gal.UP16.1.
Greek (Liddell-Scott)
διεσπασμένως: ἐκ διαλειμμάτων, δ. πνεῖν (ἄλλ. διεσπαρμένως) Ἱππ. Ἐπιδ. 938, 1082, ἐπὶ ἀνέμων.