στάθεν
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
στᾰθέν, v. ἵστημι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. ao. Pass. de ἵστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάθεν poët. ind. aor. pass. 3 plur. van ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
στάθεν: дор. Pind. (= ἐστάθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
στάθεν: στᾰθέν, ἴδε ἐν λ. ἵστημι.
Greek Monotonic
στάθεν:I. ποιητ. αντί ἐστάθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἵστημι· αλλά,
II. στᾰθέν, μτχ. ουδ.