Κενταύρειος
From LSJ
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
English (LSJ)
α, ον, of Centaurs, γένος E.IA706; αἷμα Luc.Peregr. 25.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de centaure.
Étymologie: Κένταυρος.
Russian (Dvoretsky)
Κενταύρειος: кентавров (γένος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
Κενταύρειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τοὺς Κενταύρους, γένος Εὐρ. Ι. Α. 706.
Greek Monotonic
Κενταύρειος: -α, -ον, αυτός που χαρακτηρίζει τους Κενταύρους, σε Ευρ.
Middle Liddell
Κενταύρειος, η, ον
Centaurian, of Centaurs, Eur.
English (Woodhouse)
German (Pape)
Adj. kentaurisch (Κένταυρος), γένος Eur. I.A. 706, αἷμα Luc. Peregrin. 25.