δύσφωνος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ον, ill-sounding, harsh, Demetr.Eloc.69 (Comp.), 105; κολοιοί Babr.33.
Spanish (DGE)
-ον
malsonante ὀνόματα Demetr.Eloc.69, cf. Eust.1033.54, Περὶ εὐφώνων καὶ δυσφώνων γραμμάτων tít. en Democr.B 18b
•neutr. subst. τὸ δ. malsonancia τὸ δ. πολλαχοῦ ὀγκηρόν la malsonancia es muchas veces pomposa Demetr.Eloc.105, τὸ δ. τῆς τῶν στοιχείων συνθέσεως Syrian.in Hermog.1.77.15
•que tiene un graznido desagradable κολοιοί Babr.33.4.
German (Pape)
[Seite 690] mißtönend, Rhett, Poll. 2, 111.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix ou au son désagréable.
Étymologie: δυσ-, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
δύσφωνος: неблагозвучный Babr.
Greek (Liddell-Scott)
δύσφωνος: -ον, κακῶς ἠχῶν, τραχύς, Δημ. Φαλ. 69. 70.