εὐπίλητος

From LSJ
Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπίλητος Medium diacritics: εὐπίλητος Low diacritics: ευπίλητος Capitals: ΕΥΠΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: eupílētos Transliteration B: eupilētos Transliteration C: efpilitos Beta Code: eu)pi/lhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, well-compressed, dense, dub. l. in Arist.Sens. 438a15 (Comp.).

Russian (Dvoretsky)

εὐπίλητος: (ῑ) густой, плотный (εὐπιλητότερον τὸ ὕδωρ τοῦ ἀέρος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπίλητος: ῑ, ον, καλῶς συμπεπιεσμένος, πυκνός, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2, 12.

Greek Monolingual

εὐπίλητος, -ον (Α)
αυτός που είναι καλά συμπιεσμένος, πυκνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πιλητός (< πιλώ «πιέζω»)].

German (Pape)

[ῑ], wohl zusammengepreßt, dicht, Schol. Ap.Rh. 2.30; εὐπιλητότερον ὕδωρ τοῦ ἀέρος Arist. sens. 2.