κατάμιξις
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
v. κατάμειξις.
German (Pape)
[Seite 1364] ἡ, Vermischung, Sp., wie Plut., ἡ πρὸς τὸ σῶμα κ. τοῦ οἴνου adv. Col. 6; Diosc.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mélange.
Étymologie: καταμίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
κατάμιξις: εως ἡ примешивание, примесь (ἐκκρίνεσθαι διὰ τὴν κατάμιξιν Arst.; τοῦ οἴνου πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάμιξις: -εως, ἡ, ἐντελὴς μῖξις, ἀνάμιξις Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, 1., 37. 2, 1., Διοσκ., κτλ.· ἡ πρός τι κ. Πλούτ. 2, 1110Α.
Greek Monolingual
κατάμιξις, ἡ (Α)
βλ. κατάμειξις.