λαμπυρίς
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A glow-worm, = λάμπουρις 11, Arist.PA642b34.
German (Pape)
[Seite 13] ίδος, ἡ, (Glanzwurm) Johanniswürmchen, Arist. part. an. 1, 3 u. Sp. Vgl. λαμπουρίς.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
ver luisant insecte.
Étymologie: λάμπω.
Russian (Dvoretsky)
λαμπῠρίς: ίδος ἡ зоол. светлячок Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπῠρίς: -ίδος, ἡ, πυγολαμπίς, «κωλοφωτ~ιά, = λάμπουρις ΙΙ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 3.