λαμπυρίδα
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
και λαμπυρίς, η (AM λαμπυρίς, -ίδος)
γένος κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια λαμπυρίδες, κυ. πυγολαμπίδα, κολοφωτιά
μσν.
η φλόγα της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπυλίς, με ανομοίωση, < λάμπω + -υλίς (πρβλ. ειδυλίς)].