λιτροσκόπος

From LSJ
Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτροσκόπος Medium diacritics: λιτροσκόπος Low diacritics: λιτροσκόπος Capitals: ΛΙΤΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: litroskópos Transliteration B: litroskopos Transliteration C: litroskopos Beta Code: litrosko/pos

English (LSJ)

ὁ, (λίτρα I) one who examines money, money-changer, S.Fr.1065.

Russian (Dvoretsky)

λιτροσκόπος:проверяющий качество монеты Soph.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτροσκόπος: ὁ, (λίτρα) ὁ ἐξετάζων τὰ νομίσματα, ἀργυραμοιβός, Σοφ. Ἀποσπ. 907.

Greek Monolingual

λιτροσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που εξετάζει τις λίτρες, τα νομίσματα, ο αργυραμοιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι)].

German (Pape)

ὁ, der Münzenbeschauer, von λίτρα, so sagt Soph. frg. 907 nach Phot. für ἀργυραμοιβός, Geldwechsler.