παλαγμός
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ὁ, sprinkling, παλαγμοῖς αἵματος A.Fr.327.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Besudelung, αἵματος παλαγμοί, Aesch. frg. 329.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαγμός: ὁ пятно, позор (αἵματος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαγμός: ὁ, ῥαντισμός, ῥάντισμα, παλαγμοῖς αἵματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340.
Greek Monolingual
παλαγμός, ὁ (Α) παλάσσω (Ι)]
ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῖς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.).