παππίδιον
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
τό, = παππίας (dear little papa), Ar. Eq. 1215, V. 655, Jul. Caes. 309d, 331b.
German (Pape)
[Seite 466] τό, = Vorigem, Ar. Vesp. 655 Equ. 1215.
Russian (Dvoretsky)
παππίδιον: (ῐδ) τό Arph. = παππίας.
Greek (Liddell-Scott)
παππίδιον: [πῐ], τό, = τῷ προηγ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1215, Σφ. 655.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
παππίδιον: [πῐ], τό, = το επόμ., σε Αριστοφ.