περιεσταλμένως
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
Adv., (περιστέλλω) covertly, Arr.Epict.3.7.13, D.L.7.16; τὰ αἰσχρὰ περιεσταλμένως ἀπαγγέλλειν gloss them over, cover them over discreetly, Theon Prog.2: Glossaria on εὐσταλέως, Erot.
German (Pape)
[Seite 575] adv. part. perf. pass. von περιστέλλω, versteckt, Schol. Ar. Equ. 18.
Russian (Dvoretsky)
περιεσταλμένως: [part. pf. pass. к περιστέλλω скрыто Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
περιεσταλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περιστέλλω, κρυφίως, μυστικῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 13, Διογ. Λ. 16.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. κρυφά, μυστικά
2. με επιφύλαξη, με συστολή
3. με κομψό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσταλμένος του περιστέλλω.