στολίδωμα

From LSJ
Revision as of 13:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολίδωμα Medium diacritics: στολίδωμα Low diacritics: στολίδωμα Capitals: ΣΤΟΛΙΔΩΜΑ
Transliteration A: stolídōma Transliteration B: stolidōma Transliteration C: stolidoma Beta Code: stoli/dwma

English (LSJ)

-ατος, τό, fold, περισφίγγει -ώμασι πέπλος AP5.103 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 946] τό, Falte, πέπλου M. Arg. 3 (V, 104).

Russian (Dvoretsky)

στολίδωμα: ατος (ῐ) τό складка (στολιδώματα λεπτοῦ πέπλου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

στολίδωμα: τό, πτυχή, «σοῦφρα», «λόξα», πέπλου Ἀνθ. Π. 5. 104.

Greek Monolingual

τὸ, Α στολιδοῦμαι
πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.).