ταυρόκολλα
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ἡ, glue made from bulls' hides, Plb.6.23.3, Dsc.3.87, Antyll. ap. Orib. 10.23.6, Gal.12.832, Paul.Aeg.7.3.
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, Stierleim, Pol. 6, 23, 3.
Russian (Dvoretsky)
ταυρόκολλα: ἡ бычачий клей Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρόκολλα: ἡ, κόλλα κατεσκευασμένη ἐκ δερμάτων ταύρων, Πολύβ. 6. 23, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 2.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
κόλλα που παρασκευαζόταν από βοδινά δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κόλλα.