τορνευτός

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνευτός Medium diacritics: τορνευτός Low diacritics: τορνευτός Capitals: ΤΟΡΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: torneutós Transliteration B: torneutos Transliteration C: torneftos Beta Code: torneuto/s

English (LSJ)

(also τορονευτός, q.v.), ή, όν,
A turned on a lathe, ποτήρια Men.977, cf. PLond.2.402v.31 (ii B. C.), Sch.Od. 1.440: written τορυνευτός, Arch.Pap.1.64 (ii B. C.).
II fit for turning, λίθοι Theophrastus De Lapidibus 5.

German (Pape)

[Seite 1130] adj. verb., gedreht, gedrechselt.

Russian (Dvoretsky)

τορνευτός: точеный (ποτήριον Men.).

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτός: -ή, -όν, ὁ διὰ τόρνου εἰργασμένος, ποτήριον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 434. ΙΙ. κατάλληλος πρὸς τόρνευσιν, λίθος Θεοφρ. περὶ Λίθων 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τορνευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τορυνευτός, -ή, -όν, Α τορνεύω
επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ ποτήριον τορνευτὸν καὶ τορευτά», Αθήν.)
νεοελλ.
αυτός που έχει ωραίες γραμμές και αναλογίες, καλλίγραμμος («τορνευτά πόδια»)
αρχ.
κατάλληλος για τόρνευση («[λίθοι] γλυπτοὶ καὶ τορνευτοὶ καὶ πριστοί», Θεόφρ.).