τραχέως
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
v. τραχύς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec âpreté ou rudesse ; fig. τρηχέως (ion.) περιέπεσθαι HDT être durement traité ; τραχέως φέρειν PLUT être entêté ; τραχέως ἔχειν ISOCR être rude;
Cp. τραχύτερον, Sp. τραχύτατα.
Étymologie: τραχύς.
Russian (Dvoretsky)
τρᾱχέως: ион. τρηχέως
1 грубо, сурово, свирепо (περιέπεσθαι ὑπό τινος Her.; ὑλακτεῖν Plut.): τ. ἔχειν τινί Dem. сердиться на кого-л.;
2 негодующе (φέρειν τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχέως: Ἐπίρρ. τοῦ τραχύς, ὅ ἴδε.
Greek Monolingual
και ιων. τ. τρηχέως Α
επίρρ. βλ. τραχύς.
Greek Monotonic
τρᾱχέως: επίρρ. του τραχύς.