χιλίανδρος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ον, containing a thousand men, πόλις Pl.Plt.292e.
German (Pape)
[Seite 1355] tausend Mann stark, von tausend Mann, πόλις Plat. Polit. 292 e.
Russian (Dvoretsky)
χῑλίανδρος: состоящий из тысячи мужей (πόλις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
χῑλίανδρος: -ον, ὁ περιέχων χιλίους ἄνδρας, ἐν χιλιάνδρῳ πόλει Πλάτ. Πολιτικ. 292Ε.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για πλήθος ή για πόλη) αυτός που αποτελείται από χίλιους άνδρες ή κατοίκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μυρίανδρος, τρίανδρος].