ἀναγκαίη
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ἡ, Ep. and Ion, for ἀνάγκη, Il.6.85, Tyrt.6, Sol.36.8, Hdt.1.11, etc.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 necesidad, fuerza mayor Δαναοῖσι μαχησόμεθ' ... ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει Il.6.85
•personif. la Necesidad, la Fatalidad Call.Del.122
•esp. coacción, imposición, dominio, servidumbre ὑπ' ἀναγκαίῃ δεδμήσεσθ' ἤματα πάντα h.Ap.543, ἀναγκαίης ὑπὸ λυγρῆς de los mesenios sometidos a los espartanos, Tyrt.5.2, ὄφρα ... ἀναγκαίῃ πολεμίζοι para que tuviera que luchar a la fuerza, Il.4.300, cf. Hdt.1.11
•necesidad biológica, ref. a la pobreza o al hambre Od.19.73.
2 parentesco Hdt.1.74. Cf. ἀνάγκη.
German (Pape)
[Seite 183] fem. von ἀναγκαῖος, als substant. Homerisch = ἀνάγκη, das adjectiv. statt des subst., wie z. B. παρθενική statt παρθένος u. s. w. Iliad. 4, 300 ἀναγκαίῃ πολεμίζειν; 6, 85 Od. 19, 73 ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει; Her. 1, 74.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 la nécessité;
2 liens du sang.
Étymologie: fém. de ἀναγκαῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγκαίη: ἡ Hom., Her. = ἀνάγκη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγκαίη: ἡ, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἀνάγκη, Ὅμ., Τυρτ., Σόλων, Ἡροδ., κτλ.
English (Autenrieth)
(= ἀνάγκη): necessity, constraint; dat., perforce, Il. 4.300 ; ἀναγκαίηφι δαμέντες, Il. 20.143.
Greek Monotonic
ἀναγκαίη: ἡ, Επικ. και Ιων. αντί ἀνάγκη, σε Όμηρ. κ.λπ.