ἀντικαταλαμβάνω
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
A take possession of in turn, Ti.Locr.102d.
II = ἀντιλαγχάνω, δίκην Pl.Com.9D.
III occupy in opposition, λόφον D.C.36.47, cf. 42.31.
Spanish (DGE)
1 ocupar a su vez τὰν τῶν καρρόνων χώραν Ti.Locr.102d, λόφον D.C.36.47.2, cf. 42.31.3.
2 jur. responder con otro proceso Pl.Com.103A.
German (Pape)
[Seite 252] (s. λαμβάνω), dagegen einnehmen, Tim. Locr. 102 d; Dio C.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικαταλαμβάνω: в свою очередь завладевать Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαταλαμβάνω: καταλαμβάνω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Τίμ. Λοκρ. 102 D.
Greek Monolingual
(Α ἀντικαταλαμβάνω)
καταλαμβάνω κι εγώ μια τοποθεσία για ν' αντιμετωπίσω τον αντίπαλο
αρχ.
φρ. «ἀντικαταλαμβάνω δίκην» — κάνω αίτηση για επανάληψη της δίκης.