ἀποδρῆναι
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
Ion. for ἀποδρᾶναι, v. ἀποδιδράσκω.
Spanish (DGE)
v. ἀποδιδράσκω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 ion. de ἀποδιδράσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδρῆναι: ион. inf. aor. к ἀποδιδράσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδρῆναι: Ἰων. ἀντὶ ἀποδρᾶναι· ἴδε τὸ ῥῆμα ἀποδιδράσκω.
Greek Monotonic
ἀποδρῆναι: Ιων. αντί δρᾶναι, απαρ. αορ. βʹ του ἀποδιδράσκω.