ἁλώδης
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἁλώδες, like salt, Plu.2.627f. ἁλωεινός, ή, όν, (ἅλως) of or used in a threshing-floor, ἵπποι AP9.301 (Secund.). ἀλωεύς, έως, Ep. ῆος, ὁ, one who works in an ἀλωή, husbandman, A.R.3.1401, Arat. 1045, etc.: in Hom. only as pr. n.
Spanish (DGE)
-ες salino ἐπίπαγος Plu.2.627f.
German (Pape)
[Seite 113] ες, salzartig, Plut. Symp. 1, 9, 4.
Russian (Dvoretsky)
ἁλώδης: соленый или соляной (ἐπίπαγος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἅλατι, Πλούτ. 2. 627F.
Greek Monolingual
ἁλώδης, -ες (Α)
ο όμοιος με αλάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + παραγ. κατάλ. –ώδης].