ἐννοητικός
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
ἐννοητική, ἐννοητικόν, thoughtful, Arist.Phgn. 813a29.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. reflexivo como rasgo del carácter, Arist.Phgn.813a29.
2 de abstr. intelectivo συγκατάθεσις Clem.Al.Strom.2.2.9, δυνάμεις Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1317D
•conceptual ἰδέα Longin.Fr.18.
II adv. -ῶς reflexivamente, con fuerza, con intensidad glos. a ἐμφαντικῶς Hsch.
German (Pape)
[Seite 847] ή, όν, nachdenkend, Arist. physiogn. p. 813, 29. – Adv., Hesych. als Erkl. von ἐμφαντικῶς.
Russian (Dvoretsky)
ἐννοητικός: размышляющий, мыслящий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννοητικός: -ή, -όν, σκεπτικός, σύννους, «συλλογισμένος», Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49.
Greek Monolingual
ἐννοητικός, -ή, -όν (Α) εννοώ
αυτός που έχει αντίληψη, έξυπνος, ευφυής.