ἐννοητικός

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννοητικός Medium diacritics: ἐννοητικός Low diacritics: εννοητικός Capitals: ΕΝΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ennoētikós Transliteration B: ennoētikos Transliteration C: ennoitikos Beta Code: e)nnohtiko/s

English (LSJ)

ἐννοητική, ἐννοητικόν, thoughtful, Arist.Phgn. 813a29.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pers. reflexivo como rasgo del carácter, Arist.Phgn.813a29.
2 de abstr. intelectivo συγκατάθεσις Clem.Al.Strom.2.2.9, δυνάμεις Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1317D
conceptual ἰδέα Longin.Fr.18.
II adv. -ῶς reflexivamente, con fuerza, con intensidad glos. a ἐμφαντικῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 847] ή, όν, nachdenkend, Arist. physiogn. p. 813, 29. – Adv., Hesych. als Erkl. von ἐμφαντικῶς.

Russian (Dvoretsky)

ἐννοητικός: размышляющий, мыслящий Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννοητικός: -ή, -όν, σκεπτικός, σύννους, «συλλογισμένος», Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49.

Greek Monolingual

ἐννοητικός, -ή, -όν (Α) εννοώ
αυτός που έχει αντίληψη, έξυπνος, ευφυής.