ἐπικρῆσαι
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
v. ἐπικεράννυμι.
German (Pape)
[Seite 953] ep. aor. zu ἐπικεράννυμι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. de ἐπικεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρῆσαι: эп. inf. aor. к ἐπικεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρῆσαι: ἴδε ἐν λ. ἐπικεράννυμι.
English (Autenrieth)
see ἐπικίρνημι.
Greek Monotonic
ἐπικρῆσαι: Επικ. αντί -κεράσαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐπικεράννυμι.