ἐπισπαστικός

From LSJ
Revision as of 18:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπαστικός Medium diacritics: ἐπισπαστικός Low diacritics: επισπαστικός Capitals: ΕΠΙΣΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epispastikós Transliteration B: epispastikos Transliteration C: epispastikos Beta Code: e)pispastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A drawing to oneself, drawing in, τοῦ ὑγροῦ Arist.Pr.966a4; ἀτμοὶ ἐ. πρὸς ἑαυτούς Str.15.1.38; αἵματος Gal.Nat. Fac.2.3: abs. of drugs, Id.11.761, cf. Dsc.2.85, 109; ἔμπλαστροι Orib. Fr.85; ῥυφήματα ἐ. dub. sens. in Hp.Acut.(Sp.) 2. 2. metaph., attractive, Plb.4.84.6, Stoic.3.46. Adv. -κῶς, κινεῖν S.E.P.3.69.

German (Pape)

[Seite 981] ή, όν, anziehend, Pol. 4, 84, 6 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπαστικός:
1 притягивающий (τοῦ ὑγροῦ Arst.);
2 притягательный, привлекательный, заманчивый, Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπαστικός: -ή, -όν, ὁ, πρὸς ἑαυτὸν ἕλκων, ῥοφητικός, τοῦ ὑγροῦ Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, Πολύβ. 4. 84. 6, κλ.· ἐπὶ φαρμάκων, φάρμακον ἔχον τὴν ἰδιότητα νὰ ἑλκύῃ ἔξω τοὺς χυμούς, Γαλην. ― Ἐπίρρ., ἐπισπαστικῶς κινεῖν. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 69.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπισπαστικός, -ή, -όν) επίσπαστος
αυτός που έχει την ιδιότητα να τραβά προς τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», Στράβ.)
νεοελλ.
φρ. «επισπαστικά φάρμακα» — αυτά που προκαλούν επίσπαση, δηλ. τα εκδόρια, τα καταπλάσματα, τα ψυχρά επιθέματα κ.λπ.
αρχ.
ελκυστικός, επαγωγός («ἐπισπαστικών καὶ μεγάλων εἶναι δοκούντων τῶν προτεινομένων», Πολ.).