ἡμίλευκος

From LSJ
Revision as of 16:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίλευκος Medium diacritics: ἡμίλευκος Low diacritics: ημίλευκος Capitals: ΗΜΙΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: hēmíleukos Transliteration B: hēmileukos Transliteration C: imilefkos Beta Code: h(mi/leukos

English (LSJ)

ον, half-white, Luc.Prom.Es4.

German (Pape)

[Seite 1168] halbweiß, Luc. Prom. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]à moitié blanc.
Étymologie: ἡμι-, λευκός.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίλευκος: (ῐ) наполовину белый (ἄνθροπος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίλευκος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκός, Λουκ. Προμ. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίλευκος, -ον)
αυτός που δεν είναι εντελώς λευκός, σχεδόν λευκός, υπόλευκος.

Greek Monotonic

ἡμίλευκος: -ον, λευκός κατά το ήμισυ, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἡμί-λευκος, ον
half-white, Luc.