Ἰασώ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
English (LSJ)
Ion. Ἰησώ, όος, contr. οῦς, ἡ, voc. Ἰασοῖ, (ἰάομαι) Iaso, the goddess of healing and health, Ar.Pl.701,Fr.21, Herod.4.6, Paus.1.34.3.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
Iasô, déesse de la santé.
Étymologie: ἰάομαι.
Russian (Dvoretsky)
Ἰᾱσώ: οῦς (ῐ) ἡ Иасо (дочь Асклепия или Амфиарая, сестра Гигиеи, богиня исцеления) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰᾱσώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, κλητ. Ἰασοῖ, (ἰάομαι) θεὰ τῆς ἰάσεως καὶ τῆς ὑγιείας, Ἀριστοφ. Πλ. 701, Ἀποσπ. 83, Παυσ. 1. 34, 3.
Greek Monolingual
Ἰασώ, -οῦς, ιων. τ. Ἰησώ, ἡ (Α) [[ιάομαι- ώμαι]]
θεά της ίασης και της υγείας («Ἰασώ μὲν... ὑπηρυθρίασε», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
Ἰᾱσώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, κλητ. Ἰασοῖ (ἰάομαι), η Ιασώ, θεότητα της ιάσεως και της υγείας, σε Αριστοφ.