ἰχνοπέδη

Revision as of 19:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, a kind of fetter or trap, AP6.109 (Antip.), 7.626.

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, Fußfessel, Schlinge; Ant. Sid. 17 (VI, 109); ἐν ἰχνοπέδαις ἀγρευθείς Ep. ad. 398 (VII, 626).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
entraves, fers aux pieds.
Étymologie: ἴχνος, πέδη.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνοπέδη: ἡ тж. pl. ножные оковы, путы Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνοπέδη: ἡ, εἶδος δεσμοῦ ἢ παγίδος, Ἀνθ. Π. 6.109., 7. 626.

Greek Monolingual

ἰχνοπέδη, ἡ (Α)
είδος δεσμού ή παγίδας, συσκευή με την οποία συνελάμβαναν ή παγίδευαν κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + πέδη «δεσμός»].

Greek Monotonic

ἰχνοπέδη: ἡ, είδος δεσμού ή παγίδας, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰχνο-πέδη, ἡ,
a kind of fetter or trap, Anth.