ὠχράω

Revision as of 16:32, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

turn pale or wan, ὠχρήσαντα χρόα Od.11.529; of the sun, Arat.851.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
devenir jaune ou pâle.
Étymologie: ὠχρός.

Russian (Dvoretsky)

ὠχράω: становиться желтовато-бледным или бледнеть: ὠ. χρόα Hom. побледнеть лицом.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχράω: μέλλ. -ήσω, γίνομαι ὠχρός, χλωμιάζω, ὠχρ. χρόα, ἔχω χροιὰν ὠχράν, εἶμαι κιντρινωπός, Ὀδ. Λ. 529· πρβλ. ὠχριάω. 2) Παθ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὤχρηται Ἄρατ. 851.

English (Autenrieth)

only aor. part., ὠχρήσαντα, having become pale, Od. 11.529.

Greek Monotonic

ὠχράω: μέλ. -ήσω, γίνομαι ωχρός ή χλωμός· ὠχρᾶν χρόα, έχω ωχρή χροιά, είμαι κιτρινωπός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὠχράω, fut. -ήσω [from ὠχρός
to turn pale or wan, ὠχρᾶν χρόα to be wan of countenance, Od.

German (Pape)

blaß, bleich werden, erblassen; Od. 11.529 mit dem Zusatze χρόα, an der Gesichtsfarbe; vom Monde Arat. 861; – blaß, bleich sein, insbes. blaßgelb sein, werden, Sp., s. ὠχριάω.