ὠνάμην
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
ὤνατο, aor. Med. of ὄνομαι.
II also of ὀνίνημι (q.v.). ὠνάρχος· δῆμψος, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ao.2 de ὀνίναμαι.
Russian (Dvoretsky)
ὠνάμην: и ὠνήμην aor. 2 med. к ὀνίνημι.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνάμην: ὤνατο, μέσ. ἀόρ. τοῦ ὄνομαι, Ἰλ.· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 12. ΙΙ ὡσαύτως τοῦ ὀνίνημι, ἴδε ἐν λ.
Greek Monotonic
ὠνάμην: [ᾰ], Μέσ. αόρ. αʹ του ὀνίνημι.