ἐπιτηδείως
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (Woodhouse)
(see also: ἐπιτήδειος) suitably, conveniently, fitly, studiously, carefully, on friendly terms
French (Bailly abrégé)
adv.
1 d'une manière appropriée, à propos, convenablement, utilement : τινι pour qqn;
2 avec soin;
Cp. ἐπιτηδειότερον.
Étymologie: ἐπιτήδειος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτηδείως: ион. тж. ἐπιτηδέως
1) надлежащим образом (ποιεῖν τι Her.);
2) выгодно, на пользу (τινὶ πολιτεύειν Thuc.);
3) усердно, ревностно (ὑπηρετέεσθαι ἔς τινα Her.).
German (Pape)
adv. zu ἐπιτήδειος, Her. 9.7; Thuc. und Folgde.