δρυΐτης
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, in Thphr.CP1.2.2, said to be a kind of A cypress. II δ. λίθος a precious stone, Plin.37.188.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
1 bot., una variedad de ciprés en Creta, prob. ciprés silvestre, Cupressus semperuirens L., var. horizontalis (Miller) Voss, Thphr.CP 1.2.2.
2 un tipo de piedra preciosa Plin.HN 37.188.
German (Pape)
[Seite 668] λίθος, ὁ, eine Steinart, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δρυΐτης: -ου, ὁ, παρὰ Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 2, 2, λέγεται ὅτι εἶνε εἶδος κυπαρίσσου. ΙΙ. δρ. λίθος, πολύτιμός τις λίθος, πρβλ. Πλίν. 37. 11.