βεβήλωσις
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
εως, ἡ, profanation, LXX Le.21.4, Ph.1.523.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
profanación ἐν παντὶ ἀκαθάρτῳ καὶ βεβηλώσει LXX 1Ma.1.48, cf. Iu.4.3, ἑρμηνεύεται δὲ ὅρασις βεβηλώσεως Ph.1.523, cf. Meth.Symp.6.1
•c. gen. subjet. αὐτοῦ LXX Le.21.4
•c. gen. obj. τοῦ σαββάτου Epiph.Const.Haer.19.5.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, Entweihung, Entheiligung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
βεβήλωσις: -εως, ἡ, τὸ μιαίνειν, ἡ κατάργησις, κατάλυσις, ἀθέτησις, Ἑβδ. (Λευ. καʹ, 4), Φίλων 1. 523.