διμοιραῖος
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A gloss on διμοιρίτης, Hsch. II δ. τόκος interest at two-thirds of the legal maximum, Just.Nov.136.4, PMasp.126.23 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): διμοιριαῖος Vett.Val.268.15, Apollod.Poliorc.162.7, Io.Mal.Chron.11.277
• Grafía: graf. -εῖος SB 12139.2.6 (II/III d.C.), -ιεος PMasp.126.42, 50 (VI d.C.)
1 doble χρόνοι Vett.Val.l.c., ἐκ διμυρείου (sic) μέρους SB l.c., σιτηρέσια διμοιραῖα raciones dobles para el trabajo nocturno SEG 8.355 (Egipto VI d.C.), glos. a διμοιρίτης Hsch.δ 1851.
2 de dos tercios μῆκος Apollod.l.c., μὴ περαιτέρω τοὺς ἀργύρου τραπέζης προεστῶτας διμοιραίου τόκου δανείζειν Iust.Nou.136.4, cf. PMasp.ll.cc.
•de la estatura algo más baja de lo normal en descripciones de emperadores, Io.Mal.l.c., M.97.393A.