ἀδέητος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ἀδέητον, (δέομαἰ
A not wanting a thing, Antipho Soph. 10.
II inexorable, Ptol.Tetr.159; cf ἀδεύητος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀδεύητος Hsch., EM α 244
que no necesita de nada (θεός) Antipho Soph.B 10, cf. Hsch., EM l.c.
German (Pape)
[Seite 32] = ἀνενδεής, Antipho Harpocr. 5, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδέητος: -ον, (δέομαι) ὁ μὴ ἔχων ἀνάγκην τινός, ὁ μηδενὸς δεόμενος, Ἀντιφῶν παρὰ Σουΐδ. πρβλ. ἀδεύητος.