ἀδιαβεβαίωτος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ἀδιαβεβαίωτον, unconfirmed, Ptol.Geog.2.1.
Spanish (DGE)
-ον no confirmado Ptol.Geog.2.1.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαβεβαίωτος: -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν ὑπάρχει βεβαιότης, Πτολεμ. Γεωργ. 2. 1.