ἐμπύριος
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
[ῠ], ον, belonging to the empyrean, θεός (opp. αἰθέριος, ὑλαῖος) Procl.Theol. Plat.4.39, cf. Iamb.Myst.7.2, Lyd.Mens.4.22.
Spanish (DGE)
-ον
1 ígneo, de fuego de un dios, Procl.Theol.Plat.4.39 (p.111), op. αἰθέριος, ὑλαῖον Procl.in Ti.2.57.11, χιτῶνες Procl.in Ti.1.112.18, κόσμος Procl.in Ti.3.43.17, cf. Lyd.Mens.4.22, ἡγεμονίαν νοερὰν καὶ ἐμπύριον ἐπιδείκνυται Iambl.Myst.7.2, ἰδιότης Dion.Ar.CH 13.3 (p.46), εἰς θυμὸν ἐμπύριον Eust.634.54, ἐμπύριοι τιμωρίαι castigos infernales Meth.Symp.290
•subst. ὁ ἐ. el Empíreo la más alta esfera del universo que es fuego y luz, Aristid.Quint.87.26, tb. τὸ ἐ. Procl.in R.2.201.
2 adv. -ίως como fuego ἐ., ἀερίως, ἐνυδρίως, χθονίως Procl.in Ti.2.28.6, ἡ ἐ. καθαρτικὴ ἰδιότης Dion.Ar.CH 13.3 (p.48).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπύριος: ῠ, ον, = ἔμπυρος, Ἰαμβλ. Μυστ. 7. 2.