θυρώματα
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Russian (Dvoretsky)
θῠρώματα: τά
1 дверь, преимущ. створчатая: διξὰ θυρώματα Her. пара дверей, по друг. пара комнат с дверьми;
2 дверь с дверной рамой Thuc., Lys., Dem., Diod.: ὀροφαὶ καὶ θυρώματα Thuc., Plut. кровельный и дверной материал;
3 деревянный щит (διαφραξαι τὸν τόπον θυρώμασι καὶ πέτροις Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
θυρώματα: τά, (θυρόω) δωμάτιον μετὰ θυρῶν, κοιτών, Ἡρόδ. 2. 169. ΙΙ. θύρα μετὰ τῶν παραστάδων, τοῦ πλαισίου καὶ ὅλων τῶν ἐξαρτημάτων, Θουκ. 3. 68, Λυσ. 154. 38, Πλάτ. Πολιτ. 280D, Δημ. 568. 17, κτλ.· τὰ θυρ. ἀποσπάσας ὁ αὐτ. 845. 19: ― ἐν τῷ ἑνικῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 160 78. 2) καθόλου, πινακίς, Διωτογένης Πυθαγ. παρὰ Στοβ. 251. 22, Ἀρχύτ. παρὰ τῷ αὐτῷ 269. 19. ΙΙΙ. παράθυρον, ἴδε Πλούτ. 2. 273Β. ― Τὸ ἑνικ. μόνον παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monotonic
θυρώματα: τά (θυρόω),
I. δωμάτιο με πόρτες που οδηγούν προς το ίδιο, κάμαρα, σε Ηρόδ.
II. πόρτα με παραστάδες, σε Θουκ., Δημ.
Middle Liddell
θύρωματα, τά, θυρόω
I. a room with doors to it, a chamber, Hdt.
II. a door with posts and frame, Thuc., Dem.